- περιεργάζομαι
- ΝΜΑ, και περιεργάζω Μ [περίεργος]ερευνώ, εξετάζω προσεκτικά (α. «περιεργάζομαι το κόσμημα» β. «κάλλη γυναικῶν περιεργαζομένῃ», Ιωάνν. Χρυσ.)μσν.ενεργ. περιεργάζωαναζητώ προσεκτικάμσν.-αρχ.1. κοπιάζω υπερβολικά, καταγίνομαι σε κάτι με πολύ κόπο («Σωκράτην περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ τὰ ἐπουράνια», Πλάτ.)2. ενδιαφέρομαι πάρα πολύ για κάτι («αἱ μέλιτται περιεργάζονται τὸ παιδίον», Φιλόστρ.)3. εξετάζω από περιέργεια, επεμβαίνω στις υποθέσεις τών άλλων («ἐπὶ δὲ τῶν περιεργαζομένων τι καὶ κοινῇ πάντα ἐνοχλούντων», Δημοσθ.)4. ασχολούμαι με κάτι, ασκώ (α. «μὴ μαντεῑα περιεργάζεσθαι», Ευσ. β. «Φρυγῶν, τῶν πρώτων περιεργαζομένων ὀρνίθων πτῆσιν», Γρηγ. Ναζ.)αρχ.1. καταβάλλω μάταιες προσπάθειες («περιεργάζομαι τῷ οἰκιδίῳ» — μάταια δαπανώ για το σπίτι, Αιλ.)2. διαπραγματεύομαι την τιμή («περιεργάζομαι περί τῆς τιμῆς», πάπ.)3. (για ουσίες) φέρνω αποτέλεσμα.
Dictionary of Greek. 2013.